Cincel στα ελληνικά

Μετάφραση: cincel, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαξεύω, σμίλη, καλέμι, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
Cincel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cimiento στα ελληνικά - βάση, θεμέλιο, θεμέλια, ίδρυμα, θεμελίωση, Ιδρύματος
  • cinc στα ελληνικά - ψευδάργυρος, ψευδαργύρου, ψευδάργυρο, του ψευδαργύρου, ψευδάργυρου
  • cincelar στα ελληνικά - λαξεύω, σμίλη, καλέμι, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
  • cincha στα ελληνικά - κάτι βέβαιον ή εύκολον, cinch, έποχο, καταζώστης, επόχου
Τυχαίες λέξεις
Cincel στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαξεύω, σμίλη, καλέμι, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο