Λέξη: εγκληματολογία
Σχετικές λέξεις: εγκληματολογία
εγκληματολογία μεταπτυχιακό, εγκληματολογία παντείου, εγκληματολογία σπουδές, εγκληματολογία σύγχρονεσ και παλαιότερεσ κατευθύνσεισ, εγκληματολογία και dna, εγκληματολογία wikipedia, εγκληματολογία βιβλία, εγκληματολογία μορια, εγκληματολογία επαγγελματικη αποκατασταση, εγκληματολογία αλεξιάδησ στέργιοσ
Μεταφράσεις: εγκληματολογία
εγκληματολογία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
criminology, forensics, forensic science, Forensic, forensics and
εγκληματολογία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
criminología, la criminología, de Criminología, criminología de, criminalística
εγκληματολογία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kriminalistik, kriminologie, Kriminologie, Kriminalistik, der Kriminologie, Kriminal, criminology
εγκληματολογία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
criminologie, la criminologie, Criminology, en criminologie, criminologie de
εγκληματολογία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
criminologia, la criminologia, Criminologico, di criminologia, criminology
εγκληματολογία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
criminologia, Criminology, de Criminologia, a criminologia, da criminologia
εγκληματολογία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
criminologie, de criminologie, Criminologische, de Criminologische, Criminology
εγκληματολογία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
криминология, криминологии, криминалистики, криминалистика, криминологию
εγκληματολογία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kriminologi, criminology, kriminologien, kriminal
εγκληματολογία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kriminologi, Criminology, Kriminolog, Kriminologiska, kriminologin
εγκληματολογία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kriminologia, rikollisuuden, rikollisuuden tutkimus, kriminologian, rikollisuuden tutkimusta
εγκληματολογία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kriminologi, Criminology, af kriminalitet, kriminologien, for kriminologi
εγκληματολογία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kriminologie, kriminalistika, kriminologii, kriminalistiku
εγκληματολογία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kryminologia, kryminologii, metody kryminologii, kryminologię
εγκληματολογία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kriminológia, kriminológiai, a kriminológia
εγκληματολογία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kriminoloji, Suç, criminology
εγκληματολογία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кримінологія, Криминология
εγκληματολογία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kriminologjia, kriminalistikë, Kriminologji, Kriminologjia, kriminalistika, kriminaliteti
εγκληματολογία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
криминология, криминологията, криминалистиката, криминалистика, по криминология
εγκληματολογία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крыміналогія, крыміналогіі
εγκληματολογία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kriminoloogia, kriminoloogias, kriminoloogiaga
εγκληματολογία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kriminologija, kriminologije
εγκληματολογία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Afbrotafræði
εγκληματολογία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kriminologija, kriminologiją, kriminologijos
εγκληματολογία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kriminoloģija, kriminoloģiju, kriminoloģijas, kriminoloģijas sekmēšana
εγκληματολογία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
криминологија, криминологијата, криминалистика, по криминологија, криминалистички
εγκληματολογία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
criminologie, criminologia, criminologiei, criminalistica, criminalistică
εγκληματολογία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kriminologija, kriminologijo, kriminologije
εγκληματολογία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kriminalistika
Τυχαίες λέξεις