Compensar στα ελληνικά
Μετάφραση: compensar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντισταθμίζω, αναπληρώνω, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αντισταθμίζουν, αντισταθμίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- compendio στα ελληνικά - χωνεύω, περίληψη, ξαναρχίζω, επιτομή, συλλογή, σύνοψη, συλλογής, ...
- compensación στα ελληνικά - συμψηφισμός, αποζημίωση, αμοιβή, εμπόριο, το εμπόριο, συναλλαγές, εμπορίου, ...
- competencia στα ελληνικά - συναγωνισμός, αντιπαράθεση, αρμοδιότητα, διαγωνισμός, ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, ...
- competente στα ελληνικά - βολικός, κατάλληλος, πρόσφορος, σχετικός, αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, ...
Τυχαίες λέξεις
Compensar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντισταθμίζω, αναπληρώνω, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αντισταθμίζουν, αντισταθμίσουν
Μεταφράσεις: αντισταθμίζω, αναπληρώνω, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αντισταθμίζουν, αντισταθμίσουν