Λέξη: ενδημικός

Σχετικές λέξεις: ενδημικός

ενδημικός σημασία, ενδημικός τύφος, ενδοτικός συνώνυμο, ενδημικός συνωνυμα, ενδημικός λεξικο, ενδημικόσ κρετινισμόσ, ενδημικός ορισμός

Μεταφράσεις: ενδημικός

ενδημικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
endemic, endemic to

ενδημικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
endémico, endémica, endémicas, endémicos, endémica de

ενδημικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beheimatet, heimisch, endemisch, endemischen, endemische, endemischer

ενδημικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
endémique, endémiques, endémie, d'endémie, est endémique

ενδημικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
endemico, endemica, endemiche, endemici, endemia

ενδημικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
endêmico, endemia, endêmica, endémica, endêmicas

ενδημικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
endemisch, endemische, inheemse, endemisch is, endemisch zijn

ενδημικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эндемический, эндемичных, эндемичными, эндемическим, эндемичных по

ενδημικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
endemisk, endemiske, er endemisk

ενδημικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
endemisk, endemiska, endemic, endemiskt, endemicen

ενδημικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
syntyperäinen, alkuperäinen, endeeminen, endeemisiä, endeemisillä, endeemisesti, endeemisenä

ενδημικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
endemisk, endemiske, er endemiske, er endemisk

ενδημικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
endemický, endemické, endemická, endemických, endemickým výskytem

ενδημικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
miejscowy, endemiczny, endemicznych, endemiczne, endemiczna, charakter endemiczny

ενδημικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
népbetegség, honos, helyi, endemikus, endémiás

ενδημικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaygın, yöresel, özgü, endemik, endemiktir

ενδημικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ендемічний

ενδημικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
endemik, endemike, endemo, tipike, përhapur

ενδημικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ендемичен, ендемични, ендемична, ендемично, ендемит

ενδημικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эндэмічны, эндэмічнае

ενδημικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
endeemiline, pärismaine, endeemilised, endeemiliste, endeemilisi, endeemilise

ενδημικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
endemski, endemičan, endemska, endemske, endemi, endemična

ενδημικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
varpfugl, Einlend tegund Í, landlæg, landlægir, landlægur

ενδημικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
endeminis, endeminės, būdingas, endeminė, endeminių

ενδημικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
endēmisks, endēmiska, endēmisku, endēmiskās, endēmiski

ενδημικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ендемична, ендемични, ендемичен, ендемска, ендемски

ενδημικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
endemic, endemice, endemică, endemica, endemici

ενδημικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
endemična, endemične, endemit, endemičnih, endemični

ενδημικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
endemický, endemitom, endemická, objavuje v endemickej, objavuje v endemickej forme
Τυχαίες λέξεις