Concesión στα ελληνικά
Μετάφραση: concesión, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραχώρηση, επίδομα, επιχορήγηση, χορήγηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Μεταφράσεις
- concertar στα ελληνικά - συμπεραίνομαι, συμπεραίνω, τελειώνω, καταλήγω, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, ...
- concesionario στα ελληνικά - κάτοχος άδειας, Δικαιούχος Άδειας Χρήσης, δικαιοδόχος, δικαιοδόχου, δικαιοδόχο
- concha στα ελληνικά - οβίδα, οστρακοειδή, κέλυφος, καβούκι, μαλάκια, θαλασσινά, κοχύλι, ...
- conciencia στα ελληνικά - συνείδηση, αντίληψη, γνώσεις, γνώση, επίγνωση, ευαισθητοποίησης, ευαισθητοποίηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Concesión στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραχώρηση, επίδομα, επιχορήγηση, χορήγηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Μεταφράσεις: παραχώρηση, επίδομα, επιχορήγηση, χορήγηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί