Débil στα ελληνικά

Μετάφραση: débil, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύθραυστος, ανίσχυρος, φτωχός, ασθενικός, αδύναμος, αμυδρός, λιποθυμώ, λεπτός, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής
Débil στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dádiva στα ελληνικά - δώρο, δώρων, δώρου, το δώρο, δώρα
  • dátil στα ελληνικά - χουρμάς, ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, σήμερα, ημερομηνία που
  • débito στα ελληνικά - χρέωση, χρεωστική, χρεωστικές, χρεωστικής, χρεωστικών
  • década στα ελληνικά - δεκαετία, δεκαετίας
Τυχαίες λέξεις
Débil στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύθραυστος, ανίσχυρος, φτωχός, ασθενικός, αδύναμος, αμυδρός, λιποθυμώ, λεπτός, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής