Decidirse στα ελληνικά
Μετάφραση: decidirse, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσδιορίζω, αποφασίζω, καθορίζω, υπολογίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- decidido στα ελληνικά - εταιρία, εδραίος, σταθερός, αποφασισμένος, αποφάσισε, αποφασίστηκε, αποφάσισαν, ...
- decidir στα ελληνικά - αποφασίζω, προσδιορίζω, καθορίζω, υπολογίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, ...
- decimal στα ελληνικά - δεκαδικός, δεκαδικά, δεκαδικό, υποδιαστολής, ψηφία
- decimocuarto στα ελληνικά - δέκατος τέταρτος, δέκατη τέταρτη, δέκατο τέταρτο, δεκάτη τετάρτη, δέκατης τέταρτης
Τυχαίες λέξεις
Decidirse στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσδιορίζω, αποφασίζω, καθορίζω, υπολογίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν
Μεταφράσεις: προσδιορίζω, αποφασίζω, καθορίζω, υπολογίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν