Denso στα ελληνικά
Μετάφραση: denso, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δασύς, πυκνός, πυκνό, πυκνή, πυκνά, πυκνού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- denotar στα ελληνικά - εμφαίνω, υποδηλώ, σημαίνω, υποδηλώσει, υποδηλώνουν, δηλώνουν, σημαίνουν, ...
- densidad στα ελληνικά - πυκνότητα, πυκνότητας, πυκνότητος, την πυκνότητα, η πυκνότητα
- dentado στα ελληνικά - οδοντωτός, οδοντωτή, οδοντωτής, οδοντωτά, έλικα
- dentición στα ελληνικά - οδοντοφυΐας, οδοντοφυΐα, οδοντοστοιχία, οδοντοφυίας, της οδοντοφυίας
Τυχαίες λέξεις
Denso στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δασύς, πυκνός, πυκνό, πυκνή, πυκνά, πυκνού
Μεταφράσεις: δασύς, πυκνός, πυκνό, πυκνή, πυκνά, πυκνού