Divino στα ελληνικά
Μετάφραση: divino, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεσπέσιος, θεϊκός, θείος, θεία, θεϊκή, θείας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dividir στα ελληνικά - διχοτομία, χωριστός, χωρίζω, μοιράζομαι, ξεχωριστός, μοίρα, μοιράζω, ...
- divinidad στα ελληνικά - θειότητα, θεότητα, θεότητας, θεότητά, τη θεότητά
- divisa στα ελληνικά - σήμα, διακριτικό, το σήμα, διακριτικό σήμα, σήμα της
- divisar στα ελληνικά - διαβλέπω, διακρίνω, βλέπω, διακρίνεις
Τυχαίες λέξεις
Divino στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεσπέσιος, θεϊκός, θείος, θεία, θεϊκή, θείας
Μεταφράσεις: θεσπέσιος, θεϊκός, θείος, θεία, θεϊκή, θείας