Ecuador στα ελληνικά

Μετάφραση: ecuador, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισημερινός, Εκουαδόρ, Ισημερινός, Ισημερινό, Ισημερινού
Ecuador στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • economía στα ελληνικά - αποταμίευση, οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας
  • económico στα ελληνικά - οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές
  • ecuatorial στα ελληνικά - ισημερινού, Ισημερινή, ισημερινό, ισημερινής, της Ισημερινής
  • ecuestre στα ελληνικά - ιππικός, ιππική, ιππικό, ιππικές, ιππικά
Τυχαίες λέξεις
Ecuador στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισημερινός, Εκουαδόρ, Ισημερινός, Ισημερινό, Ισημερινού