Edificar στα ελληνικά
Μετάφραση: edificar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασκευάζω, ορθώνω, αναστηλώνω, οικοδομώ, επιβάλλω, ανεγείρω, ιδρύω, καθιερώνω, διαπιστώνω, χτίζω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- edición στα ελληνικά - έκδοση, τεύχος, δημοσίευση, δημοσιοποίηση, δημοσίευμα, έκδοσης, γλώσσα, ...
- edicto στα ελληνικά - θέσπισμα, θεσπίζω, διάγγελμα, διάταγμα, το διάταγμα, διάταγμα του, έδικτο, ...
- edificio στα ελληνικά - δομή, κτήριο, κτίριο, κτιρίου, κτηρίου, οικοδόμηση
- editar στα ελληνικά - δημοσιεύω, εκδίδω, επιμελούμαι, Επεξεργασία, edit, επεξεργαστείτε, να επεξεργαστείτε, ...
Τυχαίες λέξεις
Edificar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, ορθώνω, αναστηλώνω, οικοδομώ, επιβάλλω, ανεγείρω, ιδρύω, καθιερώνω, διαπιστώνω, χτίζω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, ορθώνω, αναστηλώνω, οικοδομώ, επιβάλλω, ανεγείρω, ιδρύω, καθιερώνω, διαπιστώνω, χτίζω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει