Fosa στα ελληνικά

Μετάφραση: fosa, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τάφος, λάκκος, βόθρου, βόθρο, βοθρίου, fossa
Fosa στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • forzar στα ελληνικά - δύναμη, βία, εξαναγκάζω, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
  • forzoso στα ελληνικά - αναγκαστική, αναγκάζονται, αναγκάστηκε, αναγκασμένοι, ανάγκασε
  • fosfato στα ελληνικά - φωσφορικό άλας, φωσφορικό, φωσφορικού, φωσφορικών, φωσφορικά
  • foso στα ελληνικά - λάκκος, ορυχείο, χαράκωμα, τάφρος, χαντάκι, σκάμμα, λάκκο, ...
Τυχαίες λέξεις
Fosa στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τάφος, λάκκος, βόθρου, βόθρο, βοθρίου, fossa