Λέξη: ολισθηρός

Συνώνυμα: ολισθηρός

γλιστερός

Μεταφράσεις: ολισθηρός

ολισθηρός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
slippery, lubricious, very slippery

ολισθηρός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escurridizo, deleznable, resbaladizo, resbaladiza, deslizadizo, resbaladizas, resbaloso

ολισθηρός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aalglatt, gerissen, glitschig, schlüpfrig, rutschig, glatt, rutschigen

ολισθηρός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
labile, variable, chanceux, douteux, chatouilleux, aléatoire, indécis, instable, scabreux, glissant, délicat, incertain, chancelant, susceptible, précaire, inconstant, glissante, glissantes, glissants

ολισθηρός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scivoloso, sdrucciolevole, scivolosa, scivolose, scivolosi

ολισθηρός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escorregadio, escorregadia, slippery, escorregadiço, escorregadias

ολισθηρός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
glibberig, ongrijpbaar, glad, gladde, glibberige

ολισθηρός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скользкий, ненадежный, беспринципный, увертливый, изворотливый, скользкой, скользкая, скользким, скользко

ολισθηρός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
glatt, sleip, glatte

ολισθηρός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
glatt, hal, hala, halt

ολισθηρός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
niljakas, liukas, liukkaalla, liukkaita, liukasta, liukkailla

ολισθηρός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
glat, glatte, slippery

ολισθηρός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nestálý, hladký, klouzavý, vratký, kluzký, ošemetný, nejistý, kluzké, kluzká, klouzalo, klouže

ολισθηρός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niepewny, chwiejny, drażliwy, ryzykowny, śliski, śliskie, śliska, ślisko

ολισθηρός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
síkos, sikamlós, csúszós, csúszóssá, csúszósak

ολισθηρός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaygan, kaygan bir, kaygandır, kaypak

ολισθηρός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
слизький, безпринципний, верткий, ненадійний, слизька, слизьке, слизьку

ολισθηρός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i rrëshqitshëm, rrëshqitës, rrëshqitshëm, rrëshqitshme, të rrëshqitshëm

ολισθηρός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хлъзгав, хлъзгави, хлъзгава, хлъзгаво, хлъзгавата

ολισθηρός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слізкі, сьлізкі

ολισθηρός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
libe, ebausaldatav, kahtlane, libedal, libedad, libedatel, libedaks

ολισθηρός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nesiguran, sklizak, nejasan, nepouzdan, klizav, ljigav, skliska, skliske

ολισθηρός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
háll, sleip, Sleipur, hált, hála

ολισθηρός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
lubricus

ολισθηρός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
slidus, slidžios, slidūs, slidi, neslidžios

ολισθηρός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slidens, slidenas, slidena, slidenām, slidenu

ολισθηρός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лизгава, лизгави, лизгав, лизгавиот, лизгавите

ολισθηρός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alunecos, alunecoasă, alunecoase, alunecoasa

ολισθηρός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spolzka, spolzke, spolzko, spolzek, drseti

ολισθηρός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
háklivý, klzký, šmykľavý
Τυχαίες λέξεις