Λέξη: ολική
Σχετικές λέξεις: ολική
ολική αρθροπλαστική ισχίου, ολική έκλειψη ηλίου, ολική υστερεκτομή, ολική παύση απασχόλησης προσωπικού, ολική ανάκλαση, ολική επαναφορά, ολική βαφή αυτοκινήτου, ολική ποιότητα, ολική αναισθησία, ολική αρθροπλαστική γόνατος
Μεταφράσεις: ολική
ολική στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
calibre, total, overall, gross, complete, full
ολική στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
calibre, total, total de, totales, total del, cantidad
ολική στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kaliber, gesamt, total, Summe, Gesamtsumme, Gesamtmenge
ολική στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
calibre, acabit, carrure, total, totale, total de, au total, tout
ολική στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
calibro, totale, complessivo, complessiva, totale di, complessivamente
ολική στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
calibre, total, total de, dadas, totais, global
ολική στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
totaal, totale, in totaal, de totale, volledige
ολική στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
значительность, достоинство, калибр, ручей, диаметр, масштаб, общий, общая, общее, полная, общей сложности
ολική στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
total, totalt, totale, samlet
ολική στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kaliber, totalt, total, totala, sammanlagda, sammanlagt
ολική στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaliiperi, koko, yhteensä, kokonaispistemäärään, kokonais
ολική στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
samlede, alt, total, samlet, i alt
ολική στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
celkem, celkový, celková, celkové, součet
ολική στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kaliber, całkowity, łączny, ogólny, całkowita, łączna
ολική στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
teljes, összesen, összes, a teljes, összesített
ολική στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
toplam, Mesaj, Total, Mesaj adeti
ολική στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
достоїнство, значущість, достойність, значність, загальний, спільний, спільну, Загальна, загального
ολική στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
total, përgjithshme, e përgjithshme, gjithsej, anëtarësimin e përgjithshme
ολική στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
калибър, общо, общия, Общият, общ, Общият брой
ολική στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
агульны, агульную, агульная
ολική στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaliiber, kogusumma, summaarne, täielik, kokku, kõigi
ολική στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kalibar, ukupno, ukupna, ukupni, ukupan, ukupne
ολική στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
alls, Heildarkostnaður
ολική στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
visas, suma, bendras, viso
ολική στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kalibrs, kopsumma, kopējais, kopējā, kopējo, kopējās
ολική στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Вкупниот, вкупно, вкупната, вкупното, Вкупно со
ολική στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
calibru, total, totale, totală, numărul total, numărul total de
ολική στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ráže, skupno, skupaj, skupni, skupna, celotni
ολική στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kvalita, hodnota, celkom, Spolu, celkovo, všetkých, celkového počtu