Insólito στα ελληνικά
Μετάφραση: insólito, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασυνήθιστος, ασυνήθης, ασυνήθιστο, ασυνήθιστη, ασυνήθιστες
![Insólito στα ελληνικά Insólito στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-es-gr-7409.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- insustancial στα ελληνικά - άσκοπος, άσκοπο, νόημα, άσκοπη, άσκοπες
- insípido στα ελληνικά - άγευστος, ανούσιος, άγευστη, άγευστο, tasteless, άγευστα
- integración στα ελληνικά - ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης
- integral στα ελληνικά - ακέραιος, ολοκλήρωμα, αναπόσπαστο, ενιαίο, ενσωματωμένη, ενσωματωμένο
Τυχαίες λέξεις
Insólito στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασυνήθιστος, ασυνήθης, ασυνήθιστο, ασυνήθιστη, ασυνήθιστες
Μεταφράσεις: ασυνήθιστος, ασυνήθης, ασυνήθιστο, ασυνήθιστη, ασυνήθιστες