Λέξη: σάρκα

Σχετικές λέξεις: σάρκα

σάρκα και οστά, σάρκα και αίμα, σάρκα και ψυχή, σάρκα με σάρκα, σάρκα μία, σάρκα αφηγήσεισ, σάρκα από τη σάρκα μου, σάρκα πολυχρονάκης δημήτρης, σάρκα στο ζώο, σάρκα και αίμα ταινία

Συνώνυμα: σάρκα

κρέας, σάρξ

Μεταφράσεις: σάρκα

σάρκα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
meat, flesh, the flesh, flesh of, pulp

σάρκα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carne, pulpa, la carne, dar cuerpo, carne por

σάρκα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fleisch, fruchtfleisch, kern, mark, kerne, wesentliche, quintessenz, essenz, Fleisch, flesh, konkretisieren, Fleisch zu, aus Fleisch

σάρκα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chair, pulpe, corps, essence, viande, noyau, étoffer, la chair, de chair

σάρκα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
polpa, carne, la carne, rimpolpare, ciccia

σάρκα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
frota, medida, âmago, carne, cerne, núcleo, caroço, vianda, a carne, da carne, carne o, da carne o

σάρκα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kern, pit, vlees, essentie, invulling, het vlees, vlees tot, gestalte

σάρκα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
простак, тело, овощи, содержание, суть, эссенция, мездрить, мясо, плоть, еда, мякоть, сущность, пища, жертва, плоти, конкретизировать, плотью

σάρκα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjøtt, kjøttet, kjød, kjød for, flesh

σάρκα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kött, hull, köttet, konkretisera, hade kött

σάρκα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ihmisliha, hedelmäliha, malto, ydin, liha, lihaa, flesh, lihan, lihassa

σάρκα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kød, flesh, konkretisere, uddybe, udmønte

σάρκα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
maso, tělesnost, dužina, tělo, masa, z masa, tělo za

σάρκα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
schudnąć, miąższ, ciało, mięso, mięsiwo, flesh, mięsa

σάρκα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hús, húsétel, húst, húsa, tartalommal töltse, konkretizálása

σάρκα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
et, ten, vücut, ayrıntılarıyla anlatmak, beden, derisinden eti sıyırmak

σάρκα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вимірювання, м'ясо, тіло, плоть, плоті

σάρκα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mish, mërshë, qeniet e gjalla, qëroj nga mishi, plotësoj

σάρκα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
месо, плът, от плът, плътта своя, се конкретизират

σάρκα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мяса, плоць, цела

σάρκα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viljaliha, liha, ihu, iva, lihased, konkretiseerivad, sisulisel, konkretiseerima

σάρκα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mesa, meso, jelo, sadržaj, hrana, mesnog, mesna, tijelo, tijelo smatra, slabo tijelo smatra

σάρκα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjöt, hold, nú kjöt, hold að, holdi

σάρκα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pulpa, caro, viscus

σάρκα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mėsa, kūnas, sukonkretinti, kūno nei, ir išplėtoti

σάρκα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gaļa, miesa, konkretizētu, miesu, apveidus, konkrētus apveidus

σάρκα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
месото, месо, на месо

σάρκα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
carne, carnea, trup, concretiza, din carne

σάρκα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
meso, maso, mesa, flesh, konkretizirajo, meso je

σάρκα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mäso, dužina, mäsa, mäso z
Τυχαίες λέξεις