Λέξη: ρίζα

Σχετικές λέξεις: ρίζα

ρίζα στο excel, ρίζα τζίντζερ, ρίζα μαθηματικά, ρίζα στην πρίζα, ρίζα θησείο, ρίζα στη πρίζα, ρίζα 2, ρίζα λέξεων, ρίζα πικραλίδα, ρίζα αγγελικής

Συνώνυμα: ρίζα

κόνδυλος, βολβός, ριζοσπάστης, μαθηματική ρίζα

Μεταφράσεις: ρίζα

ρίζα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
root, radical, root of, radical of, the root

ρίζα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fuente, arraigar, raíz, origen, raigón, procedencia, venera, root, la raíz, de raíz, radicular

ρίζα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ursprung, herkunft, fundamental, grundlegend, vorfahr, primär, nullstelle, grundton, wurzel, haupt, elementar, entstehung, quelle, ahne, Wurzel, Stamm, root

ρίζα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
base, racine, ancêtre, s'enraciner, enracinez, pied, rave, source, fond, radical, origine, fondement, enracinent, fontaine, principe, provenance, root, racines, la racine, racine de

ρίζα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fonte, radice, provenienza, origine, sorgente, principale, di root, radici, radice di

ρίζα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
procedência, fonte, origem, raiz, galo, manancial, nascente, de raiz, raízes, radicular, da raiz

ρίζα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorvader, aanslaan, oorsprong, kwel, welput, afkomst, herkomst, stam, bron, wortel, Startpersoon, Root, Winkelwagen Geld, hoofdmap

ρίζα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вкоренять, пригвождать, родник, корениться, прародитель, поощрять, ключ, искать, причина, корнеплод, уничтожать, корень, укоренять, внедрять, ножка, основание, корневой, корня, корневого, корнем

ρίζα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppkomme, opphav, kilde, rot, root, roten, slektstre

ρίζα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
källa, ursprung, upphov, rot, roten, root, Kekules system

ρίζα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyvi, syy, myllätä, juuri, alkuperä, aiheuttaja, alkujuuri, kantasana, alku, lähde, juurruttaa, root, juuren, perimmäisiin, juureen

ρίζα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
oprindelse, rod, udspring, kilde, root, roden, rot

ρίζα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pramen, základní, úpatí, základ, zdroj, kořen, původ, odmocnina, počátek, kořenový, kořenové, kořenového, kořenová

ρίζα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pierwiastek, kibicować, podstawa, zakorzeniać, bruździć, źródłosłów, korzenić, okopowizna, zakorzenić, korzeń, grzebać, źródło, ukorzeniać, dopingować, korzenia, korzeni

ρίζα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyökér, ideggyök, gyökere, kiváltó, a root, gyökerét

ρίζα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kök, kaynak, soy, kok, asıl, cet, ata, köken, root, kökü, temel

ρίζα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
упроваджуватися, шукати, прабатько, предок, коренистий, корінь, коріння

ρίζα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrënjë, krua, rrënja, root, rrënja e, rrënjët e

ρίζα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
корен, корена, кореновата, главната, корени

ρίζα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
корань, корень

ρίζα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juur, root, juure, juurviljade, juurestik

ρίζα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kopati, uzrok, potkopavati, korijen, root, korijena, korijenski, korijenskog

ρίζα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rót, undirrót, rótin

ρίζα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
radix

ρίζα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kilmė, šaltinis, ištaka, protėvis, šaknis, pradžia, root, šaknų, šaknies, šaknys

ρίζα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
priekštecis, izcelsme, avots, cēlonis, izcelšanās, sencis, sakne, izteka, saknes, sakņu, root, sakni

ρίζα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изворот, корен, коренот, root, коренот на, основните

ρίζα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cauză, strămoş, origine, rădăcină, radacina, rădăcina, rădăcinii, rădăcină de

ρίζα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koren, korenina, korenin, korenski, koreninski

ρίζα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
koreň, brada, korene, koreňa

Στατιστικά δημοτικότητας: ρίζα

Τυχαίες λέξεις