Insensato στα ελληνικά
Μετάφραση: insensato, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανόητος, παράλογος, αναίσθητος, παράλογη, παράλογο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inseguro στα ελληνικά - αμφίβολος, αβέβαιος, επισφαλής, μη ασφαλή, μη ασφαλών, μη ασφαλείς, ανασφαλείς
- inseminación στα ελληνικά - γονιμοποίηση, σπερματέγχυση, γονιμοποίησης, σπερματέγχυσης, γονιμοποιήσεως
- insensibilidad στα ελληνικά - αναισθησία, έλλειψη ευαισθησίας, μη ευαισθησία, αναισθησίας, την αναισθησία
- insensibilizar στα ελληνικά - μουδιασμένος, ναρκωμένος, μουδιασμένο, μουδιασμένη, μουδιάζουν
Τυχαίες λέξεις
Insensato στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανόητος, παράλογος, αναίσθητος, παράλογη, παράλογο
Μεταφράσεις: ανόητος, παράλογος, αναίσθητος, παράλογη, παράλογο