Λέξη: διμερής
Σχετικές λέξεις: διμερής
διμερής σύμβαση, διμερής συνεργασία ελλάδα τουρκία, διμερής συνεργασία ελλάδα γερμανία, διμερήσ ε τ συνεργασία ελλάδασ ισραήλ, διμερής γράφος, διμερής σύμβαση ελλάδας κύπρου, διμερής τιμολόγηση, διμερής σύμβαση κοινωνικής ασφάλισης, διμερής μορφή στη μουσική, διμερής συμφωνία
Συνώνυμα: διμερής
αμφίπλευρος
Μεταφράσεις: διμερής
διμερής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bilateral, bipartite, a bilateral, dimeric, dimer
διμερής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bilateral, bilaterales, bilateral de, bilaterales de
διμερής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
doppelseitig, bilateral, zweiseitig, bilateralen, bilaterale, bilateraler, bilaterales
διμερής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bilatéral, réciproque, bilatérale, bilatéraux, bilatérales
διμερής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bilaterale, bilaterali, bilaterale di
διμερής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bilateral, bilaterais, bilateral de, bilaterais de
διμερής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bilaterale, bilateraal, de bilaterale, van bilaterale
διμερής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
двусторонний, двухсторонний, двустороннее, двусторонних, двустороннего, двусторонние
διμερής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tosidig, bilateral, bilaterale, bilateralt, det bilaterale, bi
διμερής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bilateralt, bilaterala, bilateral, det bilaterala, den bilaterala
διμερής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaksitahoinen, molemminpuolinen, kahdenkeskinen, kahdenvälinen, kahdenvälisten, kahdenvälisiä, kahdenväliset, kahdenvälisen
διμερής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bilateral, bilaterale, bilateralt, den bilaterale, det bilaterale
διμερής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oboustranný, bilaterální, vzájemný, dvojstranný, dvoustranné, dvoustranných, dvoustranná, dvoustranný
διμερής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obustronny, bilateralny, dwustronny, dwustronnych, dwustronne
διμερής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kétoldalú, kétoldali, a kétoldalú, bilaterális, két-
διμερής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iki taraflı, ikili, bilateral, karşılıklı, taraflı
διμερής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
білатеральний, двосторонній, обопільний, односторонній, двобічний, односторонній матеріал
διμερής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dypalësh, dypalëshe, bilaterale, bilateral, ndërsjelltë
διμερής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
двустранен, двустранно, двустранна, двустранното, двустранни
διμερής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
двухбаковы, двухбаковую, двухбаковае
διμερής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahepoolne, bilateraalne, kahepoolsete, kahepoolsed, kahepoolse, kahepoolseid
διμερής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bilateralan, dvostrani, bilateralnim, dvostran, bilateralni, bilateralna, bilateralne, bilateralnu
διμερής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tvíhliða, báðum, báðum augum, á báðum augum, tví-
διμερής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dvišalis, dvišalio, dvišalius, dvišalė, dvišalės
διμερής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
divpusējs, divpusējā, divpusējās, divpusējo, divpusēju
διμερής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
билатералната, билатерални, билатерален, билатерална, билатералните
διμερής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bilateral, bilaterale, bilaterală, bilaterala, bilateral de
διμερής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bilaterální, dvostranski, dvostransko, dvostranska, dvostranske, dvostranskih
διμερής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bilaterálne, bilaterálnej, dvojstranné, dvojstrannej, bilaterálnu
Τυχαίες λέξεις