Intruso στα ελληνικά

Μετάφραση: intruso, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισβολέας, παρείσακτος, εισβολέα, εισβολή, παρείσακτο
Intruso στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • introspectivo στα ελληνικά - εσωστρεφείς, εσωστρεφής, ενδοσκοπική, εσωστρεφή, ενδοσκοπικό
  • intrusión στα ελληνικά - εισχώρηση, εισβολής, εισβολή, διείσδυσης, εισβολέων
  • intuición στα ελληνικά - διαίσθηση, διαίσθησή, διαίσθησης, τη διαίσθηση, η διαίσθηση
  • intuitivo στα ελληνικά - διαισθητικός, διαισθητική, διαισθητικό, έξυπνο, έξυπνη, διαισθητικά
Τυχαίες λέξεις
Intruso στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισβολέας, παρείσακτος, εισβολέα, εισβολή, παρείσακτο