Λέξη: ρυτιδώνω
Μεταφράσεις: ρυτιδώνω
ρυτιδώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wrinkle, wrinkled
ρυτιδώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pliegue, fruncir, dobladura, arrugar, surco, arruga, raya, arrugas, de arrugas, las arrugas, la arruga
ρυτιδώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
runzel, falte, kniff, nut, vertiefung, fältchen, furche, Falte, Runzel, knittern, Knitter, Falten
ρυτιδώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pronostic, rider, ride, froncer, plisser, combine, pli, fronce, rainure, repli, rides, antirides
ρυτιδώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
crespa, piega, corrugare, grinza, ruga, rughe, antirughe, delle rughe
ρυτιδώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sulco, rego, enrugamento, calha, ruga, rugas, de rugas, do enrugamento
ρυτιδώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vouw, frons, plooi, geul, voor, rimpelen, vore, fronsen, rimpel, groef, zog, rimpels, wrinkle, rimpelverwijdering
ρυτιδώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
морщина, борозда, размять, сморщить, морщиться, складка, помятость, морщин, морщины, морщина и
ρυτιδώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rynke, fure, fold, rynker, wrinkle, krøll
ρυτιδώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skrynkla, rynka, veck, rynk, rynkor, wrinkle
ρυτιδώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kurttu, rypistää, uurre, poimu, ryppy, laskostaa, rypistyä, konsti, wrinkle
ρυτιδώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fold, rynke, rynker, krølle, wrinkle
ρυτιδώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svraštit, vráska, vrásnit, zvrásnit, záhyb, pokrčit, vráskám, vrásek, vrásky, wrinkly
ρυτιδώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fałd, marszczyć, pomarszczyć, zmarszczka, zmarszczek, Wrinkle, zmarszczki, zmarszczkom
ρυτιδώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ránc, ránctalanító, ráncok, wrinkle, a ráncok
ρυτιδώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karık, buruşuk, kırışıklık, kırışık, kırışma, kırışıksız, buruşmaz
ρυτιδώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зморшка, зморшки, морщина, глибока зморшка
ρυτιδώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrudhë, Wrinkle, zhubër, rrudha, rrudhë të
ρυτιδώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
царщина, бръчка, бръчки, бръчките, на бръчките
ρυτιδώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
маршчына, зморшчына
ρυτιδώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kirtsutama, korts, Kurtistaa, kurd, kiber
ρυτιδώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bora, nabor, izgužvati, borati se, mreškati
ρυτιδώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hrukka, hrukku, Wrinkle, Hrukkukrem, misfella
ρυτιδώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
raukšlė, raukšlėtis, gudrybė, raukyti, raukšlinti
ρυτιδώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krunka, grumba, rieva, grumbu, pretgrumbu, grumbām
ρυτιδώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
навремено, брчки, брчка, на брчки, порок
ρυτιδώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rid, ridurilor, wrinkle, antirid, zbârcitură
ρυτιδώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gubam, gub, wrinkle, gube, proti gubam
ρυτιδώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vráska, vrásky, brázda
Τυχαίες λέξεις