Invasor στα ελληνικά

Μετάφραση: invasor, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισβολέας, επιδρομέας, εισβολέα, εισβολέως, κατακτητή
Invasor στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • invariablemente στα ελληνικά - κατά κανόνα, μόνιμα, πάντοτε, πάντα, σταθερά
  • invasión στα ελληνικά - εισβολή, εισβολής, την εισβολή, επιδρομή, εισβολή στο
  • invectiva στα ελληνικά - υβρεολόγιο, αλληλοκατηγοριών, ύβρη, βρισιά, μια βρισιά
  • invención στα ελληνικά - εφεύρεση, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, της εφεύρεσης
Τυχαίες λέξεις
Invasor στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισβολέας, επιδρομέας, εισβολέα, εισβολέως, κατακτητή