Λέξη: συγχώνευση

Σχετικές λέξεις: συγχώνευση

συγχώνευση τραπεζών, συγχώνευση σχολείων 2014, συγχώνευση ττ eurobank, συγχώνευση εφοριών, συγχώνευση αλληλογραφίας word 2003, συγχώνευση σχολείων, συγχώνευση ποινών, συγχώνευση δου, συγχώνευση εταιρειών, συγχώνευση αλληλογραφίας word 2010

Συνώνυμα: συγχώνευση

μείγμα, κράμα, συνδυασμός, τήξη, χώνευση, ένωση, ένωσις επιχειρήσεων, ένωση επιχειρήσεων, αμαλγάμωση

Μεταφράσεις: συγχώνευση

συγχώνευση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amalgamation, merger, merge, fusion, merging

συγχώνευση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fusión, concentración, de fusión, la fusión, fusiones

συγχώνευση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vereinigung, amalgamierung, Zusammenschluss, Fusion, Verschmelzung, Fusions, Zusammenschlusses

συγχώνευση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
combinaison, fusionnement, fusion, concentration, la fusion, fusions

συγχώνευση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fusione, concentrazione, di fusione, concentrazioni, delle concentrazioni

συγχώνευση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fusão, incorporação, concentração, de fusão, das concentrações

συγχώνευση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fusie, concentratie, de fusie, fusies, samenvoeging

συγχώνευση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
объединение, амальгама, слияние, смешение, амальгамирование, слияния, слиянии, объединении

συγχώνευση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fusjon, fusjonen, sammenslåing, sammenslåingen, fusjons

συγχώνευση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sammanslagning, fusion, fusionen, koncentrationen, sammanslagningen

συγχώνευση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sulautuminen, fuusio, sulautumisen, sulautuman, sulautuma, yrityskeskittymien

συγχώνευση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fusion, fusionen, sammenlægning, sammenlægningen

συγχώνευση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slučování, sloučení, fúze, splynutí, fúzi, fúzí, spojování

συγχώνευση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fuzja, złącze, połączenie, połączenia, fuzji, łączenie

συγχώνευση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egybeolvasztás, egyesülés, összefonódás, egyesülési, egyesülést, egyesülése

συγχώνευση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birleşme, birleşmesi, birleşmenin, birleştirilmesi

συγχώνευση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
змішення, згуртування, злиття, зливання, змішання, з'єднання

συγχώνευση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bashkim, shkrirje, bashkimi, bashkimit, shkrirja

συγχώνευση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
смешение, сливане, сливанията, за сливанията, сливането, относно сливанията

συγχώνευση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зліццё, зьліцьцё

συγχώνευση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ühtesulamine, ühinemine, ühinemise, ühinemist, ühinemisel, ühinemisega

συγχώνευση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
amalgamacija, stapanje, liga, spajanje, integracija, spajanja, pripajanje, pripajanja

συγχώνευση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samruna, samruni, sameiningu, samruninn, sameiningin

συγχώνευση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susijungimas, susijungimo, susijungimų, jungimas, susijungimą

συγχώνευση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apvienošanās, apvienošana, apvienošanos, koncentrācija, uzņēmumu apvienošanās

συγχώνευση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
спојување, спојувањето, соединувањето, соединување, концентрацијата

συγχώνευση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fuziune, privind concentrările economice, concentrările economice, fuziunii

συγχώνευση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
združitev, združitve, združitvi, združitvijo, združevanja

συγχώνευση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
splynutí, fúzie, zlúčenia, zlúčenia alebo splynutia, fúzia, zlúčenie

Στατιστικά δημοτικότητας: συγχώνευση

Τυχαίες λέξεις