Λέξη: σάλος

Σχετικές λέξεις: σάλος

σάλος στο διαδίκτυο με την πιο περιζήτητη sex-tape όλων των εποχών, σάλος με διαγωνιζόμενο που κούρεψε τη δέσποινα βανδή με την «ψιλή» στα γυρίσματα του «the voice», σάλος στα τρίκαλα διαλύθηκε ο γάμος όταν αποκαλύφθηκε ότι η νύφη, σάλος στο youtube για τον πιο... ανόητο έφηβο, σάλος λαγός, σάλος με την φωτογραφία που πόσταρε η δήμητρα αλεξανδράκη στο διαδίκτυο, σάλος με την κόρη του στρατιωτικού στο ίντερνετ, σάλος με τα αρνιά των lidl, σάλος στην εκκλησία μητροπολίτες έβγαλαν τα ράσα τους, σάλος στην κόρινθο έβαλε κρυφή κάμερα στις τουαλέτες μεγάλης βιομηχανίας

Συνώνυμα: σάλος

ταραχή, φυλακή, οχλαγωγία, θόρυβος, ανακίνηση, αναταραχή, πρόσμιξη από ανατάραξη

Μεταφράσεις: σάλος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
uproar, commotion, tumult, stir, agitation, furor
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alboroto, tumulto, movimiento, estruendo, el tumulto, tumultos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
krawall, aufruhr, aufregung, erschütterung, lärm, erregung, bewegung, tumult, Tumult, Aufruhr, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brouhaha, agitation, convulsion, tumulte, émoi, tintamarre, échauffourée, tintouin, bacchanal, boucan, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
baraonda, agitazione, gazzarra, baccano, commozione, confusione, chiasso, tumulto, tumulti, il tumulto
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agitação, alvoroço, tumulto, tumultos, tumult
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beweging, onrust, agitatie, troebelen, woeling, kabaal, opschudding, tumult, rumoer, beroering, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гул, переполох, сотрясение, хай, беспорядки, дебош, потрясение, сутолока, кагал, заваруха, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ståk, støy, larm, bevegelse, tumult, forvirring, tumultene, larmen, tumulter
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oväsen, stoj, larm, rabalder, bråk, uppståndelse, tumult, tumultet, tumulten, upplopp, ...
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hälistä, äläkkä, hässäkkä, hälinä, tohina, sekamelska, kalabaliikki, pauhina, pauhinan, hälisevän, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tumult, tumulten, Larm, oprør, tummel
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zmatek, zmítání, vzruch, rozrušení, halas, povyk, ruch, lomoz, pozdvižení, rozruch, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozgardiasz, zamieszanie, zgiełk, rozruchy, wrzawa, poruszenie, wstrząs, hałas, tumult, gwałt, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zajongás, nyugtalanság, felfordulás, zűrzavar, tumultus, háborúságtámasztásban, háborúság támad
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gürültü, şamata, hareket, hengâme, kargaşa, hengame, kargaşalığı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гук, збентеження, розруха, сум'яття, хвилювання, гам, заворушення, струс, зворушення, підійматись, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gurgule, zhurmë, trazirë, paturpësia, rrëmuja
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вълнение, метеж, врява, безредици, шум
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
замяшанне, замяшаньне, хваляваньне, настрашыць, розрух
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ärevus, sagin, kära, möll, lärm, melu, käratsemist, rahutus, käratsevat
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
metež, uzbuđenje, larma, pometnja, buka, uzbuna, graja, obijest, veći metež, uzburkanost
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
læti, ofmetnaður, uppþot, að ofmetnaður, af því að ofmetnaður, því að ofmetnaður
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
turba, tumor
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
triukšmas, pasipūtimas, sąmyšis, pasipūtimas pasiekė, Tumult
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
satraukums, troksnis, troksnis pavairojas, nemiers, kņada
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
метеж, безредие, метежот, вознемираност, немири
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tumult, zarvă, furtună, zgomot, efervescență
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vika, narashchajochi hrup
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vrava, bitka, turbulenciách

Στατιστικά δημοτικότητας: σάλος

Τυχαίες λέξεις