Limpio στα ελληνικά

Μετάφραση: limpio, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγυρίζω, ατόφιος, τακτοποιώ, καθαρίζω, συγυρισμένος, αρκετός, καθαρός, καθαρό, καθαρά, καθαρή, καθαρές
Limpio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • limpiar στα ελληνικά - στιλβώνω, καθαρίζω, γυαλίζω, σκουπίζω, βερνίκι, καθαρός, λούστρο, ...
  • limpieza στα ελληνικά - καθάρισμα, καθαρισμός, καθαρισμού, καθαρισμό, τον καθαρισμό
  • limusina στα ελληνικά - λιμουζίνα, λιμουζίνας, με λιμουζίνα, limousine, Λιμουζίνες
  • limón στα ελληνικά - λεμόνι, λεμονιού, λεμονιών, λεμονιές, το λεμόνι
Τυχαίες λέξεις
Limpio στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγυρίζω, ατόφιος, τακτοποιώ, καθαρίζω, συγυρισμένος, αρκετός, καθαρός, καθαρό, καθαρά, καθαρή, καθαρές