Lino στα ελληνικά
Μετάφραση: lino, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λινός, λινό, λινάρι, κλινοσκεπάσματα, σεντόνια, λευκά είδη, λινά, σεντονιών
Μεταφράσεις
- lingüística στα ελληνικά - γλωσσολογία, Γλωσσολογίας, τη γλωσσολογία, η γλωσσολογία, της γλωσσολογίας
- lingüístico στα ελληνικά - γλωσσικός, γλωσσικής, γλωσσική, γλωσσικές, γλωσσικών
- linterna στα ελληνικά - φανός, φαναράκι, λάμπα, λυχνία, φανάρι, φανού, φαναριού, ...
- linóleo στα ελληνικά - μουσαμάς, λινέλαιο, λινοτάπητες, το λινέλαιο, λινοτάπητα
Τυχαίες λέξεις
Lino στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λινός, λινό, λινάρι, κλινοσκεπάσματα, σεντόνια, λευκά είδη, λινά, σεντονιών
Μεταφράσεις: λινός, λινό, λινάρι, κλινοσκεπάσματα, σεντόνια, λευκά είδη, λινά, σεντονιών