Λέξη: στιλπνός

Σχετικές λέξεις: στιλπνός

στιλπνός συνώνυμα, στιλπνός λεξικό, στιλπνός συνώνυμο

Συνώνυμα: στιλπνός

λαμπερός, λάμπων, λείος, γλυκομίλητος, πειστικός, μελιστάλαχτος, εξευγενισμένος, άμεμπτος

Μεταφράσεις: στιλπνός

στιλπνός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
silky, sleek, glossy, lustrous, shiny, polished, lucent

στιλπνός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
terso, sedeño, sedoso, lustroso, brillante, lustrosa, lustrosas, lustrosos

στιλπνός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
illustrierte, geschmeidig, seidig, glatt, seidenartig, seiden, glänzend, schimmernd, glänzende, glänzenden, glänzendes

στιλπνός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brillant, polir, adoucir, lisser, planer, lisse, poli, uni, élégant, soyeux, lustré, brillante, lustrée, brillants

στιλπνός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
liscio, netto, serico, lustro, brillante, lucente, lucido, brillanti

στιλπνός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lustroso, brilhante, acetinado, lustrous, lustrosa

στιλπνός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
glanzend, glanzende, schitterend, luisterrijke

στιλπνός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вылощенный, лоснящийся, прилизанный, бархатистый, лощеный, блестящий, глянцевитый, тучный, шелковый, мягкий, холеный, глазированный, гладкий, глянцевый, вкрадчивый, елейный, блестящие, блестящая, блестящими, блестящей

στιλπνός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skinnende, glitrende, glinsende, glansfull, glansfulle

στιλπνός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
glänsande, lustrous, glansig, skimrande, lyster

στιλπνός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liehakas, kiiltävä, lustrous, kiiltävät, kiiltohiili, kiiltäviä

στιλπνός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skinnende, glansfulde, glansfuldt, blanke, blankt

στιλπνός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uhlazený, naleštěný, hedvábný, hladký, hladit, uhladit, hebký, lesklá, lesklý, třpytivý, lesklé, lesklou

στιλπνός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lśniący, jedwabisty, elegancki, wygładzać, układny, atłasowy, gładki, zlizać, połyskliwy, łagodzić, ilustrowany, gładzić, jedwabny, połyskujący, błyszczący, błyszczące, lśniące

στιλπνός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csillogó, fényes, ragyogó, fénylő, szépséges

στιλπνός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ipekli, parlak, parlak bir, cilalı, lustrous

στιλπνός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
глянсуватий, бархатистий, прилизаний, лискучий, шовковистий, гладенький, украдливий, блискучий

στιλπνός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i shndritshëm, shndritshëm, shkëlqim, me shkëlqim, të shndritshëm

στιλπνός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лъскав, лъскава, сияеща, блестящ, силен блясък

στιλπνός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
блiскучы, бліскучы, блішчалы, блішчасты

στιλπνός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
läikiv, priske, sile, siidine, klants, särav, ja läikiv, lżikiv, läikivalt

στιλπνός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zaravnati, svilen, zagladiti, njegovan, nježan, blistav, sjajan, sjajna, lustrous, blistava, sjajnu

στιλπνός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gljáandi, ljómandi

στιλπνός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
blizgantis, blizgus, žvilganti, Lakuotais, Lśniący

στιλπνός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spožs, mirdzošs, mirdzošu, Spīdīgā, spīdošs

στιλπνός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
знаменит, сјајни, блескава, убавите, светли

στιλπνός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lucios, lucioasă, strălucitoare, lucioasa, lustrous

στιλπνός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hladit, sijoči, Lesk, svetleče, svetlikav, lustrous

στιλπνός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lesklý, hebký, jemný, lesklá, matná, lesklé
Τυχαίες λέξεις