Ικανότητα στα αγγλικά
Μετάφραση: ικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aptitude, ability, fitness, proficiency, skill, capacity, capability, competence, efficiency
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ικανότητα
knack
- ικανότητα
- μαστοριά
- δεξιότης
- δεξιότητα
- ευχέρεια
- πείρα
- ικανότητα
- δυνατότητα
- επιδεξιότητα
- ευφυία
- διαμέτρημα
- αξία
- ικανότητα
- διαμέτρημα
- αξία
- ικανότητα
- σχολή
- ικανότητα
- δύναμη
- ιδιότητα
- καθηγητικό σώμα
- ανδρεία
- γενναιότητα
- ικανότης
- ικανότητα
- ικανότητα
- χωρητικότητα
- ιδιότητα
- πνευματική αντίληψη
- θέση
- αξίωμα
- ικανότητα
- δυνατότητα
- επιδεξιότητα
- αρμοδιότητα
- ικανότητα
- επάρκεια
- εισόδημα
- ικανότης
- αποδοτικότητα
- δραστηριότης
- δραστηριότητα
- ικανότης
- ικανότητα
- αποδοτικότης
- ικανότητα
- πρόοδος
- ικανότητα
- επίδοση
- επάρκεια
- ικανότητα
- ικανότητα
Σχετικές λέξεις: ικανότητα
ικανότητα δικαίου και ικανότητα για δικαιοπραξία, ικανότητα έλξης του αυτοκινήτου, ικανότητα ανταλλαγής κατιόντων, ικανότητα δικαίου, ικανότητα για δικαιοπραξία, ικανότητα λεξικό γλώσσας αγγλικά, ικανότητα στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- ικανοποιώ στα αγγλικά - sate, satisfy, gratify, indulge, suffice, satisfied
- ικανός στα αγγλικά - able, proficient, skilful, capable, fit, competent
- ικεσία στα αγγλικά - supplication, entreaty, plea, suppliance, kneeling
- ικετεύω στα αγγλικά - beg, implore, beseech, entreat, plead
Τυχαίες λέξεις
Ικανότητα στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: aptitude, ability, fitness, proficiency, skill, capacity, capability, competence, efficiency
Μεταφράσεις: aptitude, ability, fitness, proficiency, skill, capacity, capability, competence, efficiency