Menguante στα ελληνικά

Μετάφραση: menguante, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεπεσμός, μαρασμός, κλίνω, άμπωτη, άμπωτης, ebb, ύφεση, άμπωτις
Menguante στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • menestral στα ελληνικά - τεχνίτης
  • mengua στα ελληνικά - μείωση, πτώση, παρακμή, υποχώρηση, παρακμής
  • menguar στα ελληνικά - παύση, περιορίζω, άμπωτη, μειώνομαι, μείωση, μειώνω, ελαττώνω, ...
  • menos στα ελληνικά - μείον, μικρότερος, λιγότερο, μικρότερη, μικρότερο
Τυχαίες λέξεις
Menguante στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεπεσμός, μαρασμός, κλίνω, άμπωτη, άμπωτης, ebb, ύφεση, άμπωτις