Λέξη: βρήκα

Σχετικές λέξεις: βρήκα

βρήκα νερό στο κρασί μου, βρήκα την πόρτα σου κλειστή, βρήκα νερό στο κρασί μου γι αυτό δεν πίνω γουλιά, βρήκα μια φωτογραφία, βρήκα στην αμφιλοχία το σταμούλη το λοχία, βρήκα ένα βράχο γεμάτο πεταλίδες, βρήκε καινούρια δουλειά και μετακομίζω στο πακιστάν, βρήκα ζωή στα μαύρα τα μεσάνυχτα, βρήκα το κλειδί, βρήκα το κλειδί στίχοι

Μεταφράσεις: βρήκα

βρήκα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
found, I found, I found it, I have found, I came across

βρήκα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cimentar, basar, instituir, crear, establecer, fundar, encontrado, encontrados, encuentra, encontró

βρήκα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
finden, einrichten, aufbauen, begründen, gefunden, gründen, vorfinden, aufgefunden, stiften, fanden, fand, festgestellt

βρήκα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fonder, trouva, trouvée, trouvés, ériger, constituer, mettre, trouvées, trouvé, mouler, établir, former, enfanter, trouvèrent, baser, créer, trouve, constaté

βρήκα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fondare, costituire, trovato, trovati, trovata, trovate

βρήκα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
encontrado, fundar, instalar, sujo, estabelecer, encontrados, acharam, encontrada, encontrou

βρήκα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oprichten, funderen, vestigen, stichten, baseren, gronden, gevonden, vinden, vond, vonden, hebben gevonden

βρήκα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
учреждать, обнаружиться, учредить, основывать, основать, создать, обосновывать, отливать, закладывать, опираться, создавать, базировать, найденный, найдено, нашли, нашел, найдены

βρήκα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grunne, stifte, anlegge, grunnlegge, funnet, fant, syntes, finnes, Det

βρήκα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
etablera, grunda, fann, funnit, hittade, hittades, hittat

βρήκα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asettaa, löydetty, perustaa, löytyi, löytynyt, löytyy, todettu

βρήκα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fundet, fandt, findes, konstateret, sig

βρήκα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slévat, založit, ulít, zakládat, vytvořit, odlít, zřídit, nalezeno, našel, zjištěno, nalézt

βρήκα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odnaleźć, roztapiać, upatrywać, opierać, znaleźć, zakładać, odlewać, fundować, ufundować, uzasadniać, tworzyć, doszukać, znaleziono, znalezionych, znalezione, stwierdzono

βρήκα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
talált, megtalált, találhatók, találtam, találtak

βρήκα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kurmak, bulundu, buldu, bulunamadı, buldu Google Çevirisi

βρήκα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
опиратися, знайдений, ллючи, закладати, заснувати, знайдена, віднайдений, знайдене

βρήκα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
themeloj, gjetur, gjeti, gjendet, gjenden, gjetën

βρήκα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
намерени, намерено, намери, установено, бе открита

βρήκα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
будаваць, знойдзены, знойдзеную, адшуканы

βρήκα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
avastatud, leitud, leidis, leiti, leidnud

βρήκα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pronađen, pronašla, nađene, nađen, nalazila, naći, pronašao, pronađena, pronađeno

βρήκα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grundvalla, fann, fannst, finna, fundið, að finna

βρήκα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
constituo

βρήκα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lieti, rasti, nustatyta, rasta, nustatė

βρήκα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nodibināt, atrasts, atrasti, konstatēja, konstatēts

βρήκα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пронајден, најде, пронајдени, се најде, најдат

βρήκα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
stabili, găsite, găsit, constatat, gasit, a constatat

βρήκα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
založit, našel, najdenih, najti, ugotovljeno, ugotovila, našli

βρήκα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nájdených, nájdené, nájdeno, Našiel, Našiel som

Στατιστικά δημοτικότητας: βρήκα

Τυχαίες λέξεις