Λέξη: τέντωμα

Σχετικές λέξεις: τέντωμα

τέντωμα σύρματος, τέντωμα αλυσίδας, τέντωμα στην εγκυμοσύνη, τέντωμα συνώνυμα, τέντωμα σώματος

Συνώνυμα: τέντωμα

έκταση, εφικτή απόσταση, φθάσιμο, ένταση, τάση, προσπάθεια, ζόρι, γένος

Μεταφράσεις: τέντωμα

τέντωμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stretching, stretch, strain, tension, tensioning

τέντωμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ensanche, tramo, estiramiento, extensión, de estiramiento, trecho

τέντωμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufspannend, streckung, dehnend, spannend, Strecke, Abschnitt, strecken, Stück

τέντωμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étirement, brancardier, extension, étendue, partie, tronçon, extensible

τέντωμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tratto, stirata, elasticizzato, di stirata, allungamento

τέντωμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trecho, estiramento, extensão, esticar, stretch

τέντωμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rekken, uitrekken, stretch, stuk, rek

τέντωμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вытяжка, удлинение, натягивание, растягивание, растяжение, натяжка, растяжка, протяжение, стрейч, стретч, простирание

τέντωμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stretch, strekning, strekk, strekningen, strekke

τέντωμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sträcka, sträckning, stretch, sträck

τέντωμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
venytysharjoitus, pingotus, venyttely, venytys, venyttää, stretch, joustava, venytellä

τέντωμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
strækning, stretch, Stræk, strækningen, strække

τέντωμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úsek, stretch, roztažení, rozloha, protáhnout

τέντωμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozciąganie, obciąganie, wyprężanie, odcinek, naciągnąć, rozciąganiem, rozciągnięcie

τέντωμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kitágít, stretch, szakaszon, nyújtás, szakasza

τέντωμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
esneme, germek, streç, stretç, gerilebilir çok

τέντωμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розтягування, натяжка, розтягнення, протяг, протягом, протязі, протяжність

τέντωμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtrirje, shtrirje të, shtrij, shtrihet, zgjas

τέντωμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разтягане, опъвам, участък, стреч, удължаване

τέντωμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
працягу, цягам, працяг

τέντωμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
venitamine, venitus, venitada, stretch, elastne, venitamisega

τέντωμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proteže, istezanje, prostire, rastezanje, rastegnuti, stretch, se protežu, protežu se

τέντωμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
teygja, teygist, teygist á, teygja til

τέντωμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ruožas, stretch, tempimas, ištempti

τέντωμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stiept, stretch, posms, piekrastes, stiepuma

τέντωμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се протега, се водат, истегнување, водат, делот

τέντωμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
întindere, întinde, intindere, porțiune, întind

τέντωμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odsek, Stretch, raztegljiva, raztezajo

τέντωμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úsek, úseku
Τυχαίες λέξεις