Nueva στα ελληνικά

Μετάφραση: nueva, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ειδήσεις, νέα, νέος, νέο, νέων, νέες
Nueva στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nuera στα ελληνικά - κόρη του νόμου, νύφη, την κόρη του νόμου
  • nuestro στα ελληνικά - μας, μας για
  • nuevamente στα ελληνικά - πάλι, ξανά, πρόσφατα, νέα, προσφάτως, νέο, νέων
  • nueve στα ελληνικά - εννέα, εννιά, των εννέα, από εννέα
Τυχαίες λέξεις
Nueva στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ειδήσεις, νέα, νέος, νέο, νέων, νέες