Nuevo στα ελληνικά

Μετάφραση: nuevo, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νέος, μυθιστόρημα, καινοφανής, καινούριος, νέα, νέο, νέων, νέες
Nuevo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nuevamente στα ελληνικά - πάλι, ξανά, πρόσφατα, νέα, προσφάτως, νέο, νέων
  • nueve στα ελληνικά - εννέα, εννιά, των εννέα, από εννέα
  • nuez στα ελληνικά - καρύδι, καρυδιά, ξύλο καρυδιάς, καρυδιάς, καρυδιές
  • nulo στα ελληνικά - ανάπηρος, κενό, άκυρος, null, μηδενική, άκυρη, μηδενικής
Τυχαίες λέξεις
Nuevo στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νέος, μυθιστόρημα, καινοφανής, καινούριος, νέα, νέο, νέων, νέες