Λέξη: σκήπτρο
Σχετικές λέξεις: σκήπτρο
σκήπτρο jewelpet, σκήπτρο vasco
Συνώνυμα: σκήπτρο
ρόπαλο, μοσχοκάρυο
Μεταφράσεις: σκήπτρο
σκήπτρο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sceptre, scepter, mace, a scepter, scepter of, Sceptre
σκήπτρο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cetro, cetro de, el cetro, sceptre, vara
σκήπτρο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zepter, szepter, Zepter, Szepter, Scepter, sceptre
σκήπτρο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sceptre, le sceptre, sceptre de, un sceptre
σκήπτρο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scettro, lo scettro, scettro di, uno scettro
σκήπτρο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cetro, ceptro, sceptre, scepter, cetro de
σκήπτρο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schepter, staf, scepter, sceptre, de scepter
σκήπτρο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скипетр, жезл, скипетром, скипетра
σκήπτρο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
septer, septeret, kongespir, kongestaven, scepter
σκήπτρο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spira, spiran, scepter, sceptre
σκήπτρο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valtikka, valtikan, valtikkaa, valtikanpitäjät, scepter
σκήπτρο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
scepter, scepteret, Spir, sceptret, Kongespir
σκήπτρο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žezlo, Žezlový, berla, žezlem, žezla
σκήπτρο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
berło, berłem, berła, scepter, laska
σκήπτρο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jogar, jogart, a jogar, jogara, pálczát
σκήπτρο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
asa, scepter, bir asa, asası, sceptre
σκήπτρο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скіпетр, берло, скипетр
σκήπτρο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
skeptër, skeptri, skeptrin, ligjëvënësi, ligjvënësi
σκήπτρο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скиптър, жезъл, скиптъра, скиптърът, тояга
σκήπτρο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скіпетр, жазло, скіпэтар
σκήπτρο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valitsuskepp, skepter, scepter, Valtikka
σκήπτρο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žezlo, skiptar, palicu
σκήπτρο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
veldissproti, sproti, veldissprotinn
σκήπτρο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skeptras, skeptrą, karaliaus valdžia, Berło, sceptre
σκήπτρο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
scepteris, zizlis, sceptre
σκήπτρο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
жезол, скиптар, скиптарот, жезлото, жезал
σκήπτρο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sceptru, sceptrul, toiag, sceptru de, sceptre
σκήπτρο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žezlo, sceptre
σκήπτρο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
žezlo, žezlom