Persuadir στα ελληνικά
Μετάφραση: persuadir, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πείθω, πείσει, να πείσει, πείσουν, πείσουμε, πεισθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- perspicacia στα ελληνικά - διορατικότητα, εικόνα, γνώση, εικόνα για, αντίληψη
- perspicaz στα ελληνικά - κοφτερός, αιφνίδιος, καπάτσος, πανέξυπνος, ενδιαφερόμενος, οξυδερκής, ευφυής, ...
- persuasión στα ελληνικά - πειθώ, πειστικότητα, πειθούς, την πειθώ, της πειθούς
- pertenecer στα ελληνικά - ανήκω, αφορούν, να ισχύουν, να αφορούν
Τυχαίες λέξεις
Persuadir στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πείθω, πείσει, να πείσει, πείσουν, πείσουμε, πεισθούν
Μεταφράσεις: πείθω, πείσει, να πείσει, πείσουν, πείσουμε, πεισθούν