Λέξη: τέρας

Σχετικές λέξεις: τέρας

τέρας ονειροκρίτης, τέρας ξεβράστηκε από τη θάλασσα στην ακτή του norfolk στην αγγλία, τέρασ στισ πρέσπεσ, τέρας ετυμολογία, τέρας εμφανίζεται ξαφνικά και καταβροχθίζει το σκύλο της κυρίας, τέρας ειδήσεων, τέρας της φλωρεντίας, τέρας τρώει σκύλο, τέρας του κλίβελαντ, τέρας του λόχνες, το τέρας

Συνώνυμα: τέρας

κάτι αφύσικον, φρίκιο, ιδιοτροπία, έκτρωμα, μεγαθήριο, θαύμα, σημείο, άμβλωση, έκτρωση, αποβολή, εξάμβλωμα

Μεταφράσεις: τέρας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
monster, freak, beast, the monster, ster
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
monstruoso, monstruo, de Monstruos, Monster, monstruo de, del monstruo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
untier, monster, riese, Monster, Ungeheuer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pyramidal, colossal, monstre, colosse, barbare, monster, monstres, monstre de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mostro, monster, mostri, mostro di, del mostro
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
monstro, do monstro, monstro de, monstros, monstro do
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
monster, gedrocht, wangedrocht, mormel, ondier, rotbeest, monster van, het Monster, van het Monster, het Monster van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изверг, выродок, кикимора, страшилище, монстр, уродина, урод, чудовище, ирод, изувер, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uhyre, monster, monsteret, Monsters
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
odjur, monster, monstret, gigantisk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hirviö, hirmu, epäsikiö, jättiläinen, hirvitys, jätti, piru, monster, Monsterin, hirviön, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
umenneske, uhyre, monster, uhyret, monsteret
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
monstrum, obluda, kolosální, stvůra, netvor, monster, zrůda, příšera
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poczwara, maszkara, szkarada, dziwoląg, potwór, monstrum, pokraka, monster, potwora, potworem, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szörny, szörnyeteg, Monster, szörnyet, a szörny
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
canavar, monster, canavarı, bir canavar, yaratığı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мусони, монстр
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përbindësh, përbindësh i, përbindësh të, monster, kolos
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чудовище, Monster, чудовището, чудовищен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
монстар
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koletis, monster, koletise, monstrum
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neman, ogroman, divovski, nakaza, čudovište, Monster, monstrum, ~ udovi
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skrímsli, Monster, skrímsli sem, skrýmslið, skrímslið
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
monstrum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pabaisa, baisūnas, monstras, Monster, monstrą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nezvērs, briesmonis, monster, monstru, monstrs
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чудовиште, монструм, чудовиштето, Monster
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
monstru, Monster, monstrul, monstru de, de monstru
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pošast, monster, pošasti, čudovište
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
netvor, potvora, obluda, monštrum, monster

Στατιστικά δημοτικότητας: τέρας

Τυχαίες λέξεις