Potencial στα ελληνικά

Μετάφραση: potencial, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφικτός, τάση, πιθανότητα, πιθανός, ενδεχόμενος, δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, δυνητικούς
Potencial στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ansiedad στα ελληνικά - ανησυχία, άγχος, άγχους, το άγχος, του άγχους
  • desocupado στα ελληνικά - άδειος, κενός, ακατοίκητες, κατειλημμένο, ακατοίκητα, κενές, μη κατειλημμένο
  • franqueza στα ελληνικά - ειλικρίνεια, ανοίγματος, το άνοιγμα, τη διαφάνεια, ανοικτό χαρακτήρα
  • olla στα ελληνικά - κανάτα, κατσαρόλα, δοχείο, ποτ, pot, δοχείου
Τυχαίες λέξεις
Potencial στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφικτός, τάση, πιθανότητα, πιθανός, ενδεχόμενος, δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, δυνητικούς