Provocar στα ελληνικά

Μετάφραση: provocar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακινώ, διεγείρω, προκαλώ, προκαλέσει, προκαλούν, προκαλέσουν, να προκαλέσει, προκαλεί
Provocar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afinidad στα ελληνικά - συνάφεια, αγχιστεία, έλξη, συγγένεια, συγγένειας, συνάφειας, συγγενείας
  • asqueroso στα ελληνικά - απωθητικός, άθλιος, αντιπαθητικός, αηδιαστικός, αηδιαστικό, αηδιαστική, αηδιαστικές, ...
  • bolígrafo στα ελληνικά - στυλό, διαρκείας, ballpoint, σφαιρίδιο, με σφαιρίδιο
  • patético στα ελληνικά - αξιολύπητη, αξιολύπητο, αξιολύπητος, θλιβερό, παθητική
Τυχαίες λέξεις
Provocar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακινώ, διεγείρω, προκαλώ, προκαλέσει, προκαλούν, προκαλέσουν, να προκαλέσει, προκαλεί