Tomo στα ελληνικά

Μετάφραση: tomo, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ποσότητα, όγκος, φωνή, τόμος, ογκώδης τόμος, Τομέ, τόμο, Tome
Tomo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cadete στα ελληνικά - δόκιμος, δοκίμων, δοκίμων της, των δοκίμων, δόκιμο
  • cosa στα ελληνικά - πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα
  • exhortar στα ελληνικά - παραινώ, νουθετώ, παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω, παρακινούν, παρακινεί, ...
  • familia στα ελληνικά - οικιακός, σπίτι, οικογένεια, οίκος, σπιτικό, οικογένειας, οικογενειακή, ...
Τυχαίες λέξεις
Tomo στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ποσότητα, όγκος, φωνή, τόμος, ογκώδης τόμος, Τομέ, τόμο, Tome