Λέξη: μόλος

Σχετικές λέξεις: μόλος

μόλος της λεμεσού, μόλοσ beach bar, μόλοσ ή μώλοσ, μώλος σημασία, θάνος μόλος, μόλος στην παραλία, μώλος χαλκιδική, μόλος κερατσινίου, μώλος λεμεσού

Συνώνυμα: μόλος

τυφλοπόντικας, εληά τού δέρματος, κηλίδα του δέρματος, κρεατοελιά, ασπάλακας

Μεταφράσεις: μόλος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mole, pier, jetty, dock, jetty was
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desembarcadero, malecón, embarcadero, lunar, topo, pilar, mol, moles, en moles
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mol, pfeiler, brückenpfeiler, pier, pigmentfleck, leberfleck, mole, knötchen, maulwurf, wellenbrecher, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brise-lames, jetée, digue, colonne, débarcadère, pilier, estacade, chaussée, embarcadère, barrage, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
talpa, neo, molo, diga, mole, moli
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
molde, toupeira, móvel, cais, moles, mol, molar, em moles
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
landingsplaats, pier, havendam, steiger, mol, aanlegplaats, moedervlek, molaire, mole, mol-
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
контрфорс, мол, эстакада, устой, простенок, пирс, столб, родинка, пристань, опора, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bølgebryter, moldvarp, føflekk, mole, muldvarp, føflekken, mol
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pir, mullvad, mol, mol-, mole
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aallonmurtaja, laituri, tukirakenne, maamyyrä, myyrä, mooli, moolia, mol, mooli-, mol-
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
muldvarp, mol, mol-, mole
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
molo, hráz, krtek, pilíř, mol, molu, molární, molárních
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mol, pomost, molo, kret, wtyczka, przystań, grobla, wał, filar, zaśniad, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
támpillér, ívpillér, májfolt, falköz, cölöpgát, hídpillér, tartóoszlop, gyámoszlop, szépségfolt, cölöpépítmény, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
köstebek, dalgakıran, mol, mole, mol bazında, molü
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
контрфорс, стовп, підвалина, бик, простінок, шаблони, моль, міль
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mol, nishan, urith, pendë, Urithi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
къртица', къртица, мол, мола, къртицата, молни, молно
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
моль
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mool, raha, muul, sünnimärk, kai, mutt, mooli, mol, mole
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mola, mladež, krtica, lukobran, zid, pristanište, stup, gat, nasip, pjega, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bryggja, mól, Mole, mói, mól af
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
talpa
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kurmis, molis, mol, apgamas, damba
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kurmis, mols, viļņlauzis, mole, molu, mola, moli
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
крт, мол, бенка, попово, молови
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dig, cârtiţă, chei, mol, moli, molar, aluniță, molare
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krtek, mole, mol, mola, molov, molsko
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krtek, krtko, krtkovia
Τυχαίες λέξεις