Vacuo στα ελληνικά

Μετάφραση: vacuo, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθουλωμένος, κούφιος, άδειος, κοίλος, υπόκωφος, μωρός, ανέκφραστος, κενός, κενός περιεχομένου, κενωδών
Vacuo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abolladura στα ελληνικά - στραπατσάρισμα, βαθούλωμα, βαθουλώνω, Dent, ΟΔΟΝΤ, Ντεντ, το Dent
  • berilio στα ελληνικά - βηρύλλιο, βηρυλλίου, του βηρυλλίου, άλας βηρυλλίου, από βηρύλλιο
  • corchete στα ελληνικά - καρφίτσα, πόρπη, κούμπωμα, Πόρπη επί, αγκράφα
  • hombre στα ελληνικά - άνθρωπος, επανδρώνω, άνδρας, σύζυγος, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
Τυχαίες λέξεις
Vacuo στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθουλωμένος, κούφιος, άδειος, κοίλος, υπόκωφος, μωρός, ανέκφραστος, κενός, κενός περιεχομένου, κενωδών