Acquietare στα ελληνικά
Μετάφραση: acquietare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ήρεμος, νηνεμία, ησυχασμός, ήσυχος, ηρεμώ, ηρεμήσουν, ησυχάσει, καθησυχάζουν, ησυχάζουν
Μεταφράσεις
- acqueo στα ελληνικά - βουρκωμένος, νερουλός, υγρός, υδατικό, υδατικά, υδατικού, υδατική, ...
- acquerugiola στα ελληνικά - ψιλοβρέχω, ψιλοβρόχι, λεπτή βροχή, ψιλόβροχο
- acquirente στα ελληνικά - αγοραστής, αγοραστή, του αγοραστή, αγοραστική, αγοραστών
- acquisire στα ελληνικά - αποκτώ, αποκτούν, να αποκτήσουν, αποκτήσουν, αποκτά, αποκτήσει
Τυχαίες λέξεις
Acquietare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ήρεμος, νηνεμία, ησυχασμός, ήσυχος, ηρεμώ, ηρεμήσουν, ησυχάσει, καθησυχάζουν, ησυχάζουν
Μεταφράσεις: ήρεμος, νηνεμία, ησυχασμός, ήσυχος, ηρεμώ, ηρεμήσουν, ησυχάσει, καθησυχάζουν, ησυχάζουν