Acuto στα ελληνικά
Μετάφραση: acuto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδιαφερόμενος, οξυδερκής, αιφνίδιος, οξύς, μυτερός, διαπεραστικός, εκλεπτυσμένος, κοφτερός, λεπτός, φίνος, έντονος, οξεία, οξείας, οξείες, οξύ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- acutezza στα ελληνικά - οξυδέρκεια, στυφότητα, οξύτητα, οξύνοια, οξύτητας, την οξύτητα
- acutizzare στα ελληνικά - ακονίζω, ξύνω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
- adagio στα ελληνικά - σιγά-, βραδύς, αργά, σιγά, Adagio, Το Adagio, βραδέως, ...
- adattamento στα ελληνικά - κατάλυμα, στέγαση, ρύθμιση, διασκευή, προσαρμογή, προσαρμογής, την προσαρμογή, ...
Τυχαίες λέξεις
Acuto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδιαφερόμενος, οξυδερκής, αιφνίδιος, οξύς, μυτερός, διαπεραστικός, εκλεπτυσμένος, κοφτερός, λεπτός, φίνος, έντονος, οξεία, οξείας, οξείες, οξύ
Μεταφράσεις: ενδιαφερόμενος, οξυδερκής, αιφνίδιος, οξύς, μυτερός, διαπεραστικός, εκλεπτυσμένος, κοφτερός, λεπτός, φίνος, έντονος, οξεία, οξείας, οξείες, οξύ