Affilare στα ελληνικά
Μετάφραση: affilare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξύνω, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affievolire στα ελληνικά - αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνω, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, αποδυναμώσουν, εξασθενίσει
- affiggere στα ελληνικά - δοκάρι, ταχυδρομώ, πόστο, θέση, ταχυδρομείο, μετά, υστέρων, ...
- affilato στα ελληνικά - έντονος, κοφτερός, μυτερός, οξύς, αιφνίδιος, οξυδερκής, αιχμηρός, ...
- affine στα ελληνικά - ανάλογος, συγγενής, συγγενή, συγγενών, συγγενές, συγγενείς
Τυχαίες λέξεις
Affilare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξύνω, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Μεταφράσεις: ξύνω, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν