Ammucchiare στα ελληνικά

Μετάφραση: ammucchiare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όχθη, τράπεζα, ανάχωμα, καραμπόλα, συσσωρεύονται, να συσσωρεύονται, συσσωρεύουν επάνω, συσσωρεύονται τα
Ammucchiare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ammorbidire στα ελληνικά - μαλακώνω, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, μαλακώνει, απαλύνει
  • ammortamento στα ελληνικά - αποσβέσεων, απόσβεση, αποσβέσεις, απόσβεσης, εξόφλησης
  • ammutinamento στα ελληνικά - ανταρσία, ανταρσίας, στάση, την ανταρσία, εξέγερσης
  • ammutinato στα ελληνικά - στασιαστής, αντάρτης, στασιαστή
Τυχαίες λέξεις
Ammucchiare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όχθη, τράπεζα, ανάχωμα, καραμπόλα, συσσωρεύονται, να συσσωρεύονται, συσσωρεύουν επάνω, συσσωρεύονται τα