Λέξη: ακραίος

Σχετικές λέξεις: ακραίος

ακραίος συνώνυμο, ακραίος συνώνυμα, ακραίος αμυντικός, ακραίος επιθετικός, ακραίος μετάφραση, ακραίος προγραμματισμός, ακραίος εθνικισμός, ακραίος μετάφραση στα αγγλικά

Συνώνυμα: ακραίος

άκρο, έσχατος, άκρος

Μεταφράσεις: ακραίος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
extreme, end marker, extremist, apical
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
extremado, extremo, extrema, extremas, extremos, la extrema
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
extrem, höchst, äußerst, extremen, extreme, extremer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
extrémiste, extrémité, extrême, radical, outrancier, limite, extrêmes, l'extrême, une extrême, extrêmement
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
estremo, estrema, estreme, estremi, di estrema
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
extremo, extraordinário, extrema, extremas, extremos, extremamente
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bovenmatig, ultra, uiterst, ergst, extreem, uiterste, extreme
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
несусветный, необычайный, граничный, далекий, перегиб, крайность, величайший, баснословный, экстремум, дальний, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ekstrem, ytterlighet, ekstreme, ekstremt, ytterste
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ytterlig, ytterlighet, extrem, extrema, extremt, yttersta
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
äärimmäisin, ääripää, äärimmäinen, äärimmäisen, äärimmäisissä, äärimmäistä, äärimmäisiä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekstrem, ekstreme, ekstremt, yderste, yderst
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
extrém, hraniční, úplný, radikální, krajnost, extrémní, krajní, extrému, extrémně
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skrajność, krańcowy, ekstremalny, kraniec, ekstremizm, ostateczny, ostateczność, ekstremalność, krańcowość, niepomierny, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
utolsó, szertelenség, szélső, szélsőséges, extrém, rendkívüli, rendkívül
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aşırı, uç, ekstrem, son derece
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
надзвичайний, екстремальний, далекий, крайній, крайня, остання
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ekstrem, ekstreme, skajshme, skajshëm, e skajshme
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
крайност, краен, екстремни, крайна, изключителна
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крайняя, скрайняя, крайні, крайнія, крайняе
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaugeim, äärmus, äärmuslik, äärmise, äärmuslike, äärmuslikud, äärmine
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ekstremnim, ekstrem, krajnji, ekstremnih, ekstreman, krajnost, Extreme
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Extreme, sérstakt, öfgafullt, frelsi, miklum
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
extremus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kraštutinis, ekstremalių, ekstremalios, ypatingos, ekstremalus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ekstrēms, galējā, ārkārtējas, galējās, galēja
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
екстремни, екстремните, екстремно, екстремен, екстремна
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
extremă, extrem, extreme, extrema, extrem de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krajní, extreme, ekstremna, ekstremni, skrajno, ekstremno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hraniční, krajní, nehorázny, extrémnej, extrémna, extrémne, extrémnu, extrémny
Τυχαίες λέξεις