Amputare στα ελληνικά

Μετάφραση: amputare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεκόβω, ακρωτηριάζω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
Amputare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amplificatore στα ελληνικά - ενισχυτής, ενισχυτή, του ενισχυτή, ενισχυτού, ενισχυτών
  • ampolla στα ελληνικά - αμπούλα, φύσιγγα, αμπούλας, φύσιγγας, φιαλίδιο
  • amputazione στα ελληνικά - ακρωτηριασμός, αποκοπή, ακρωτηριασμό, ακρωτηριασμού, ο ακρωτηριασμός, τον ακρωτηριασμό
  • amuleto στα ελληνικά - φυλαχτό, φυλακτό, το φυλακτό, φυλακτού, φυλαχτό του
Τυχαίες λέξεις
Amputare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεκόβω, ακρωτηριάζω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν