Anni στα ελληνικά
Μετάφραση: anni, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εποχή, ηλικία, χρονών, ετών, έτους, χρόνων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- annerire στα ελληνικά - αμαυρώνω, λερώνω, μαυρίσει, αμαυρώνουν, στιγματίζουν, αμαυρώσει
- annettere στα ελληνικά - παράρτημα, παραρτήματος, το παράρτημα, του παραρτήματος, παράρτη
- annichilire στα ελληνικά - εκμηδενίζω, καταστρέφω, εξολεθρεύει
- annientamento στα ελληνικά - καταστροφή, εκμηδένιση, εξόντωση, αφανισμό, αφανισμού, εκμηδένισης
Τυχαίες λέξεις
Anni στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εποχή, ηλικία, χρονών, ετών, έτους, χρόνων
Μεταφράσεις: εποχή, ηλικία, χρονών, ετών, έτους, χρόνων