Λέξη: αλμυρός
Σχετικές λέξεις: αλμυρός
αλμυρός καλαμάτας, αλμυρός ιδρώτας, αλμυρός καιρός, αλμυρός βόλου, αλμυρός κοινωνία πολιτών, αλμυρός ποταμός, αλμυρός μαγνησίας, αλμυρόσ βόλου χάρτησ, αλμυρός νέα, αλμυρός info
Συνώνυμα: αλμυρός
υφάλμηρος, υφάλμυρος, αλατινός, αλατώδης, αλατούχος
Μεταφράσεις: αλμυρός
αλμυρός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
salty, saline, briny, Almyros, savory
αλμυρός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
salado, salada, salados, saladas, sal
αλμυρός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
saline, salzig, salzigen, salzige, salziger, salzhaltige
αλμυρός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
salée, vaseux, salé, sale, salin, salés, salées
αλμυρός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
salato, salata, salati, salate, salmastra
αλμυρός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
salino, salgado, salty, salgada, salgados, salgadas
αλμυρός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zout, zoutig, zilt, zoute, zilte
αλμυρός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соляной, соленый, илистый, непристойный, слоистый, сланцевый, расслоенный, солевой, сланцеватый, пикантный, соленая, соленой, соленое, соленые
αλμυρός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
salt, salte, saltholdig
αλμυρός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
salt, salta, salty, salthaltig
αλμυρός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuima, suolainen, suolaista, salty, suolaisia, suolaisen
αλμυρός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
salt, salte, salty, saltet, saltholdig
αλμυρός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
solný, slaný, pikantní, slané, slaná, slanou, slaného
αλμυρός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
solny, słony, słone, salty, słona, słonego
αλμυρός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sótartalmú, sós, a sós
αλμυρός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tuzlu, tuzlu bir, salty
αλμυρός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
солений, солоний, непристойний, пікантний, солоне
αλμυρός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i kripur, kripur, e kripur, kripura, të kripur
αλμυρός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
солено, солен, солена, солени, соленото
αλμυρός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
брудны, салёны, салёнага, салёныя, салёнай, штось
αλμυρός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
soolane, soolase, soolast, soolased, soolaseid
αλμυρός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zajedljiv, oštar, slan, slano, slana, slani, slane
αλμυρός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
salt, saltur, krydda, mikið salt, ef mikið salt
αλμυρός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
salsus
αλμυρός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sūrus, sūraus, sūrokas, druskingas
αλμυρός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sāļš, sāļa, sāļu, sāļo, sāļi
αλμυρός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
солено, солена, солен, солени, солената
αλμυρός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sărat, sarata, sarat, sărată, sarate
αλμυρός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slan, slano, slana, slani, salty
αλμυρός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slaný, Slany, slaná, slané, slaného