Assolutamente στα ελληνικά
Μετάφραση: assolutamente, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεθαμένος, τελείως, απολύτως, νεκρός, απόλυτα, εντελώς, είναι απολύτως, οπωσδήποτε
Μεταφράσεις
- associazione στα ελληνικά - ένωση, σχέση, κοινωνία, συνεργασία, σωματειακός, σύνδεσμος, σύνδεσης, ...
- assodare στα ελληνικά - ενισχύω, εμπεδώνω, ενδυναμώνω, καρδαμώνω, ένα εύρημα που, ένα εύρημα το οποίο, η διαπίστωση ότι, ...
- assoluto στα ελληνικά - απόλυτος, σύνολο, ολικός, απόλυτη, απόλυτο, απόλυτης, απόλυτες
- assoluzione στα ελληνικά - απαλλαγή, άφεση, αθώωση, ύφεση, απόφεση, συγνώμη, άφεση αμαρτιών
Τυχαίες λέξεις
Assolutamente στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεθαμένος, τελείως, απολύτως, νεκρός, απόλυτα, εντελώς, είναι απολύτως, οπωσδήποτε
Μεταφράσεις: πεθαμένος, τελείως, απολύτως, νεκρός, απόλυτα, εντελώς, είναι απολύτως, οπωσδήποτε